πείσει

Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A v. τίνω.

Greek (Liddell-Scott)

πείσει: (τείσει, τίσει) ῥῆμ. χρόν. μέλλ., Ἐπιγρ. Ἰδαλίου Κύπρου, Cau. 118, στ. 12. 25. - Περὶ τῆς ἐναλλαγῆς τοῦ π καὶ τ, ἥτις φαίνεται καὶ ἐν τοῖς πίσυρες πετράτη, κτλ., ἴδε Curt. Stud. etc. τ. 7, 252.