πείσει
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Full diacritics: πείσει | Medium diacritics: πείσει | Low diacritics: πείσει | Capitals: ΠΕΙΣΕΙ |
Transliteration A: peísei | Transliteration B: peisei | Transliteration C: peisei | Beta Code: pei/sei |
v. τίνω.
πείσει: (τείσει, τίσει) ῥῆμ. χρόν. μέλλ., Ἐπιγρ. Ἰδαλίου Κύπρου, Cau. 118, στ. 12. 25. - Περὶ τῆς ἐναλλαγῆς τοῦ π καὶ τ, ἥτις φαίνεται καὶ ἐν τοῖς πίσυρες πετράτη, κτλ., ἴδε Curt. Stud. etc. τ. 7, 252.