A moan or sigh at a thing, Plb.5.16.4.
[Seite 750] (s. οἰμώζω), dabei aufseufzen, Pol. 5, 16, 4.
προσανοιμώζω: ἀνοιμώζω, ἀναστενάζω πρός τι, Πολύβ. 5. 16, 4.