ον,
A 'speaking small like a woman', Ar.Th.192.
[Seite 511] mit weibischer Stimme, Ar. Th. 192.
γῠναικόφωνος: -ον, ἔχων φωνὴν ἁπαλὴν καὶ λεπτὴν ὥσπερ γυνή, Ἀριστοφ. Θεσμ. 192.