ἀμετάπτωτος
English (LSJ)
ον,
A unchanging, unchangeable, λόγοι μόνιμοι καὶ ἀ. Pl.Ti.29b; ἐπιστήμη Arist.Top.139b33; ἡ ἀρετή Id.MM 1209b13, Stoic.1.50, etc.; κατάληψις ἀ. ὑπὸ λόγου Zenoib.1.20; πίστεις Phld.Rh.1.378S. (Sup.). b not losing its power, of medicine, Gal.12.422. II of persons, Plu.2.659f. Adv. -τως Id.Dio 14, cf. Phld.Rh.1.158S., Polystr.p.29W.
German (Pape)
[Seite 122] nicht umschlagend, unwandelbar, λόγοι μόνιμοι καὶ ἀμ. Plat. Tim. 29 b; φίλος ἀμ. καὶ βέβαιος Plut. Symp. 4 prooem.; καταλήψεις, zuverlässige, wahre Begriffe, Luc. Paras. 28. – Adv., Plut. Dion. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάπτωτος: -ον, ὁ μὴ μεταβαλλόμενος, ἀμετάβλητος, λόγοι μόνιμοι καὶ ἀμ. Πλάτ. Τίμ. 29Β· ἐπιστήμη Ἀριστ. Τοπ. 6. 2,3· ἡ ἀρετὴ ὁ αὐτ. Μεγ. Ἠθ. 2. 11, 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 659F: - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. Δίων 14.