προσχηματισμός

Revision as of 10:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ,

   A outward show, τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π. Gal.Anim. Pass.2.2 (nisi leg. πρὸς χρηματισμόν, cf. Protr.14).

German (Pape)

[Seite 789] ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή. ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή.

Greek (Liddell-Scott)

προσχημᾰτισμός: ὁ, «προσχηματισμός ἐστι προσθήκη μιᾶς συλλαβῆς κατὰ τὸ τέλος, οἷον ὄνειρα ὀνείρατα», Ἰωσὴφ τοῦ Ρακενδ. Σύνοψ. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 567, 30.