προσχηματισμός
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
English (LSJ)
ὁ, outward show, τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π. Gal.Anim. Pass.2.2 (nisi leg. πρὸς χρηματισμόν, cf. Protr.14).
German (Pape)
[Seite 789] ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή. ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή.
Russian (Dvoretsky)
προσχημᾰτισμός: ὁ (= παραγωγή) грам. слоговое удлинение (напр. в τουτονί).
Greek (Liddell-Scott)
προσχημᾰτισμός: ὁ, «προσχηματισμός ἐστι προσθήκη μιᾶς συλλαβῆς κατὰ τὸ τέλος, οἷον ὄνειρα ὀνείρατα», Ἰωσὴφ τοῦ Ρακενδ. Σύνοψ. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 567, 30.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ προσχηματίζω
γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή της κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα-τα
β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω-δά, ὅ-δε, οὑτοσ-ί
νεοελλ.
1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός
2. βιολ. οντογενετική θεωρία κατά την οποία το νέο άτομο δεν δημιουργείται αλλά προϋπάρχει ήδη υπό την πλήρη μορφή του, πολύ μικρό, στην κατάσταση του σπορίου
αρχ.
εξωτερική εκδήλωση.