μερμίλλων
English (LSJ)
ωνος, ὁ, = Lat.
A mirmillo (murmillo), a light-armed gladiator, CIG3392 (Smyrna); μορμίλλων, pl. -ονες, IG12(8).547 (Thasos); μουρμίλλων, CIG2889 (Milet.); μυρμύλλων, IGRom.1.773 (Hadrianopolis).
Greek (Liddell-Scott)
μερμίλλων: -ωνος, ὁ, τὸ Λατ. mirmilo, μονομάχος ἐκ τῆς τάξεως τῶν μονομάχων ὧν τὸ κράνος εἶχεν εἰκόνα τοῦ ἰχθύος μορμύλου (ὀρθότ. μορμύρου), Συλλ. Ἐπιγρ. 3392· μορμίλλων αὐτόθι 2164, πρβλ. 2889.