χειμίη

Revision as of 10:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ, Ion. for χεῖμα,

   A winter cold, chilly weather, ib. 10.

German (Pape)

[Seite 1343] ἡ, ion. statt χεῖμα, Winterzeit, Winterkälte, Frost, Hippocr., eigtl. fem. eines sonst nicht vorkommenden χείμιος, sc. ὥρα.

Greek (Liddell-Scott)

χειμίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ χεῖμα, ἡ ὥρα τοῦ χειμῶνος, ψῦχος χειμερινόν, παγετὸς, Ἱππ. παρὰ Γαλην.· ἴδε Foës. Oec. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. σ. 158.