χειμίη
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
ἡ, Ion. for χεῖμα, winter cold, chilly weather, ib. 10.
German (Pape)
[Seite 1343] ἡ, ion. statt χεῖμα, Winterzeit, Winterkälte, Frost, Hippocr., eigtl. fem. eines sonst nicht vorkommenden χείμιος, sc. ὥρα.
Greek (Liddell-Scott)
χειμίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ χεῖμα, ἡ ὥρα τοῦ χειμῶνος, ψῦχος χειμερινόν, παγετὸς, Ἱππ. παρὰ Γαλην.· ἴδε Foës. Oec. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. σ. 158.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ιων. τ. χειμερινό ψύχος, παγωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα + κατάλ. -ίη (πρβλ. αἰθρ-ία / -ίη)].