τό, Dor. for σῆμα (q.v.).
[Seite 860] τό, σαμαίνω, dor. statt σῆμα, σημαίνω.
σᾶμα: τό, Δωρικ. ἀντὶ σῆμα, Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σᾶμα· μνῆμα, Δωριεῖς δὲ στοιχεῖον».