ἀπονομή
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀπονέμησις, distribution, assignment, τινός τινι Ph. 2.345. 2 a portion, Harp.
German (Pape)
[Seite 317] ἡ, Abtheilung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονομή: ἡ, = ἀπονέμησις, διανομή, ἀπόδοσις, δικαιοσύνην τὴν τῶν κατ’ ἀξίαν ἐπιβαλλόντων ἑκάστοις ἀπονομὴν Φίλων τ. 2. σ. 345. 2) μέρος, μερίς, «ἀπομερισμὸς» Ἡσύχ., «ἀπονομὴ ἡ ἀπόμοιρα, ὡς μέρος τι τῶν περιγιγνομένων ἐκ τῶν μετάλλων λαμβανούσης τῆς πόλεως, ἢ ὡς διαιρουμένων εἰς πλείους μισθωτάς, ἵν’ ἕκαστος λάβῃ τι μέρος. Δείναρχος ἐν τῷ πρὸς Λυκούργου παῖδας πολλάκις» Ἁρποκρ.