ἀπόμοιρα

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμοιρα Medium diacritics: ἀπόμοιρα Low diacritics: απόμοιρα Capitals: ΑΠΟΜΟΙΡΑ
Transliteration A: apómoira Transliteration B: apomoira Transliteration C: apomoira Beta Code: a)po/moira

English (LSJ)

ἡ,
A portion, σιτηρᾶς OGI55.15 (iii B.C.); especially of a revenue assigned to the gods, τὰς καθηκούσας ἀ. τοῖς θεοῖς.. μένειν ib. 90.15 (Rosetta), cf. PEleph.14.3 (iii B.C.), PRev.Laws25.15, al., PLond.2.195.9 (i A.D.), etc.: generally, λαφύρων J.AJ6.14.6; ὀρνίθων Paus.8.22.6.
b θεία ἀ. particle of divinity, M.Ant.2.1.
2 distribution of parts of a victim, BCH29.524 (Delos).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1porción, parte ἔχουσιν ἀπόμοιραν τῆς σῆς εὐπραξίας E.Ep.4.31, διέπεμψε ... ἀπομοίρας λαφύρων I.AI 6.367, cf. 5.326, πενιχρομένοισι θέρους ἀπόμοιραν ἰάλλει Orac.Sib.3.245, χρημάτων Procop.Gaz.M.87.1376A
de ejércitos o pueblos τῶν Φράγγων Agath.1.17.4, cf. 2.12.7, Zos.3.6, θείας ἀπομοίρας μέτοχος del ser humano, M.Ant.2.1.
2 tributo o renta para el mantenimiento del culto de los monarcas helenísticos τῆς [σιτ] ηρᾶς ἀπομοίρας TAM 2.1.15 (Telmeso III a.C.), cf. PRev.Laws 25.12, 15, 27.3, 17, 28.14 (III a.C.), PEleph.14.3 (III a.C.), τὰς καθηκούσας ἀπομοίρας τοῖς θεοῖς (e.e. los reyes helenísticos) ἀπὸ τῆς ἀμπελίτιδος ... καὶ τῶν παραδείσων OGI 90.15 (Roseta II a.C.), Sch.A.Th.177b, mantenido en época imperial τῆς χώρας ἀ. I.AI 15.133, cf. PLond.195.9 (I d.C.), PFay.41.1.13, 2.13, 190 (II d.C.), PAnt.199.24, SB 9899b.16.
II distribución, reparto τοῖς μὴ πορευομένοις εἰς ἀπόμοιραν ID 445.9 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 315] ἡ, Abtheilung; Anteil; M. Anton. 1, 18 u. LXX.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
portion prise sur, prélèvement.
Étymologie: ἀπομείρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμοιρα: ἡ, μερίδιον, τὰς καθηκούσας ἀπομοίρας τοῖς θεοῖς… μένειν Lap. Ros. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4. 697. 15, πρβλ. Παυσ. 8. 22, 6, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 6. 14, 6.

Greek Monolingual

ἀπόμοιρα, η (Α)
μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + μοίρα (< μείρομαι) «μερίδιο, μερδικό»].