εως, ἡ, (εἴρω A)
A binding in or to, Sch.Th.1.6.
[Seite 742] ἡ, Anknüpfung, Schol. Thuc. 1, 6.
εἴσερσις: -εως, ἡ, (εἴρω, δένω) ἔνερσις, πλοκή, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6.