τιθυμαλίς
German (Pape)
[Seite 1113] ίδος, ἡ, = τιθύμαλος παράλιος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθῠμᾱλίς: -ίδος, ἡ, = τιθύμαλος, παράλιος Διοσκ. 4. 165, πρβλ. Ἱππ. 263. 38.
[Seite 1113] ίδος, ἡ, = τιθύμαλος παράλιος, Diosc.
τῐθῠμᾱλίς: -ίδος, ἡ, = τιθύμαλος, παράλιος Διοσκ. 4. 165, πρβλ. Ἱππ. 263. 38.