τιθυμαλίς
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ἡ, = τιθυμαλλίς.
German (Pape)
[Seite 1113] ίδος, ἡ, = τιθύμαλος παράλιος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθῠμᾱλίς: -ίδος, ἡ, = τιθύμαλος, παράλιος Διοσκ. 4. 165, πρβλ. Ἱππ. 263. 38.