ὁ,
A hired workman, Hsch. s.v. λάτρις.
[Seite 190] ὁ, Lohnarbeiter, Hesych.
μισθουργός: ὁ, ἐργάτης μισθωτός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάτρις.