μισθουργός

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθουργός Medium diacritics: μισθουργός Low diacritics: μισθουργός Capitals: ΜΙΣΘΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: misthourgós Transliteration B: misthourgos Transliteration C: misthourgos Beta Code: misqourgo/s

English (LSJ)

ὁ, hired workman, Hsch. s.v. λάτρις.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, Lohnarbeiter, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μισθουργός: ὁ, ἐργάτης μισθωτός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάτρις.

Greek Monolingual

μισθουργός, ὁ (Α)
ο εργαζόμενος με μισθό, ο μισθωτής εργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρουργός, στιχουργός].