αὐτοσχεδιαστικός

Revision as of 10:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A extemporary, Arist.Po.1449a9:—also αὐτοσχεδι-αστός, όν, Alcid.Soph.16,17.

German (Pape)

[Seite 403] dasselbe, z. B. λόγος Alcidam. soph. 674, 27; Arist. poet. 4.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσχεδιαστικός: -ή, -όν, ὁ αὐτοσχεδίως λεγόμενος ἤ γινόμενος, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14· ὡσαύτως -σχεδιαστός, όν, Ἀρχιδάμ. σ. 47 Bekk.