αὐτοσχεδιαστικός
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
αὐτοσχεδιαστική, αὐτοσχεδιαστικόν, extemporary, Arist.Po.1449a9:—also αὐτοσχεδιαστός, όν, Alcid.Soph.16,17.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que se hace sin preparación, improvisado de la tragedia y la comedia, Arist.Po.1449a9.
German (Pape)
[Seite 403] dasselbe, z. B. λόγος Alcidam. soph. 674, 27; Arist. poet. 4.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοσχεδιαστικός: импровизированный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχεδιαστικός: -ή, -όν, ὁ αὐτοσχεδίως λεγόμενος ἤ γινόμενος, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14· ὡσαύτως -σχεδιαστός, όν, Ἀρχιδάμ. σ. 47 Bekk.
Greek Monolingual
αὐτοσχεδιαστικός, -ή, -ό (Α) αυτοσχεδιάζω
αυτός που χαρακτηρίζεται από αυτοσχεδιασμό.