ές,
A like κνῆκος, Hsch.s.v. κνηκίς.
[Seite 1460] ές, sasslorähnlich, Hesych.
κνηκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κνῆκον, Ἡσύχ. ἐν λ. κνηκίς.