ἐπικρούω

Revision as of 10:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

   A hammer in, ἧλον Ar.Th.1004, cf. IG22.463.64; τὸν ἵππον καὶ τὸν ἄνδρα τὸν -κρούοντα ib.12.374.173; χθόνα βάκτροις striking the ground... A.Ag.202 (lyr.); ἐ. τῇ χειρὶ τὸ ξίφος clap one's hand on one's sword, Plu.Pomp.58: metaph., jeer at, εἴς τινα Macho ap.Ath.13.579b.    II. = ἐπικροτέω 4, LXX Je.31 (48).26.    III. Medic., use percussion, Aret.SA1.6.

German (Pape)

[Seite 954] (s. κρούω), daraufschlagen, χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες, auf die Erde mit dem Stocke stoßen, Aesch. Ag. 196; auf einen Nagel, um ihn einzuschlagen, Ar. Th. 1004; τῇ χειρὶ τὸ ξίφος, mit der Hand an's Schwert schlagen, Plut. Pomp. 58; a. Sp. Uebertr., εἰς δασύποδα τινὰ ἐπικροῦσαι, verspotten, Macho Ath. XIII, 579 (v. 23).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρούω: ἐπὶ ἥλου, κτυπῶ αὐτὸν νὰ εἰσέλθῃ, χάλασον τὸν ἧλον. ― οἴμι κακοδαίμων, μᾶλλον ἐπικρούεις σύ γε Ἀριστοφ. Θεσμ. 1004. ΙΙ. χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντας, κρούσαντας τὴν γῆν διὰ τῶν βάκτρων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 202˙ ἐπικρούων τῇ χειρὶ τὸ ξίφος, κτυπῶν διὰ τῆς χειρὸς τὸ ξίφος, Πλουτ. Πομπ. 58˙ μεταφ., ἐμπαίζω, σκώπτω τινά, εἴς τινα Μάχων παρ’ Ἀθην. 579Β. ΙΙΙ. = ἐπικροτέω, Ἑβδ. (Ἱερ. ΜΗ΄, 26).