ἐπικρούω
English (LSJ)
A hammer in, ἧλον Ar.Th.1004, cf. IG22.463.64; τὸν ἵππον καὶ τὸν ἄνδρα τὸν -κρούοντα ib.12.374.173; χθόνα βάκτροις striking the ground... A.Ag.202 (lyr.); ἐ. τῇ χειρὶ τὸ ξίφος clap one's hand on one's sword, Plu.Pomp.58: metaph., jeer at, εἴς τινα Macho ap.Ath.13.579b.
II. = ἐπικροτέω 4, LXX Je.31 (48).26.
III. Medic., use percussion, Aret.SA1.6.
German (Pape)
[Seite 954] (s. κρούω), daraufschlagen, χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες, auf die Erde mit dem Stocke stoßen, Aesch. Ag. 196; auf einen Nagel, um ihn einzuschlagen, Ar. Th. 1004; τῇ χειρὶ τὸ ξίφος, mit der Hand an's Schwert schlagen, Plut. Pomp. 58; a. Sp. Übertr., εἰς δασύποδα τινὰ ἐπικροῦσαι, verspotten, Macho Ath. XIII, 579 (v. 23).
French (Bailly abrégé)
frapper sur : τί τινι frapper une chose avec une autre.
Étymologie: ἐπί, κρούω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικρούω:
1 бить, ударять (χθόνα βάκτροις Aesch.; τὸ ξίφος τῇ χειρί Plut.);
2 вбивать, вколачивать (τὸν ἧλον Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρούω: ἐπὶ ἥλου, κτυπῶ αὐτὸν νὰ εἰσέλθῃ, χάλασον τὸν ἧλον. ― οἴμι κακοδαίμων, μᾶλλον ἐπικρούεις σύ γε Ἀριστοφ. Θεσμ. 1004. ΙΙ. χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντας, κρούσαντας τὴν γῆν διὰ τῶν βάκτρων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 202˙ ἐπικρούων τῇ χειρὶ τὸ ξίφος, κτυπῶν διὰ τῆς χειρὸς τὸ ξίφος, Πλουτ. Πομπ. 58˙ μεταφ., ἐμπαίζω, σκώπτω τινά, εἴς τινα Μάχων παρ’ Ἀθην. 579Β. ΙΙΙ. = ἐπικροτέω, Ἑβδ. (Ἱερ. ΜΗ΄, 26).
Greek Monolingual
(AM ἐπικρούω)
χτυπώ κάτι από πάνω («ἐπικρούεις τὸν ἦλον» — χτυπάς το καρφί)
νεοελλ.
εξετάζω ασθενή με επίκρουση
αρχ.
1. χτυπώ δυνατά («χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες»)
2. εμπαίζω, χλευάζω
3. επικροτώ.
Greek Monotonic
ἐπικρούω: μέλ. -σω, χτυπώ πάνω σε, ἐπ. χθονὰ βάκτροις, χτυπώντας τη γη με ραβδιά, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. -σω
to strike upon, ἐπ. χθόνα βάκτροις to strike the earth with staffs, Aesch.