εἱλιτενής
German (Pape)
[Seite 729] ἄγρωστις, durch Sümpfe (ἕλος) sich hinerstreckend, wuchernd, Theocr. 13, 42, vgl. gehol. u. E. M 299, 18.
Greek (Liddell-Scott)
εἱλιτενής: -ές, ἐπίθ. τῆς ἀγρώστιδος, καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἱλιτενὴς ἄγρωστις, «ἐν τοῖς ἕλεσι γινομένη· ῥιζοβόλος γάρ, ἐπὶ πολὺ διικνουμένη· πλεονασμῷ τοῦ ι» Ἐτυμ. Μ. 299, 17.