εἱλιτενής
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
German (Pape)
[Seite 729] ἄγρωστις, durch Sümpfe (ἕλος) sich hinerstreckend, wuchernd, Theocr. 13, 42, vgl. gehol. u. E. M 299, 18.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s'allonge en spirale, plante.
Étymologie: εἱλίσσω, τείνω.
Russian (Dvoretsky)
εἱλιτενής: ἕλος тянущийся по болотам, по друг. ἑλίσσω вьющийся (ἄγρωστις Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
εἱλιτενής: -ές, ἐπίθ. τῆς ἀγρώστιδος, καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἱλιτενὴς ἄγρωστις, «ἐν τοῖς ἕλεσι γινομένη· ῥιζοβόλος γάρ, ἐπὶ πολὺ διικνουμένη· πλεονασμῷ τοῦ ι» Ἐτυμ. Μ. 299, 17.
Greek Monotonic
εἱλιτενής: -ές, προσων. του φυτού ἄγρωστις, σε Θεόκρ. (πιθ. από τα ἕλος, τείνω), αυτός που εξαπλώνεται μέσω των βάλτων.
Middle Liddell
epith. of the plant ἄγρωστις, Theocr., prob. from ἕλος, τείνω spreading through marshes.