ον,
A lawless, unrighteous, AP6.316 (Nicodem.).
[Seite 684] gesetzwidrig, δείπνων λείψανα Nicod. 3 (VI, 316).
δύσνομος: -ον, ἄνομος, παράνομος, ἄδικος, Ἀνθ. Π. 6. 316.