δύσνομος
From LSJ
English (LSJ)
ον, lawless, unrighteous, AP6.316 (Nicodem.).
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene ley, salvaje φῦλα Orac.Sib.7.42, λείψανα δείπνων δύσνομα del banquete de Tiestes AP 6.316 (Nicod.).
German (Pape)
[Seite 684] gesetzwidrig, δείπνων λείψανα Nicod. 3 (VI, 316).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contraire aux lois, illégal.
Étymologie: δυσ-, νόμος.
Russian (Dvoretsky)
δύσνομος: противозаконный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δύσνομος: -ον, ἄνομος, παράνομος, ἄδικος, Ἀνθ. Π. 6. 316.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δύσνομος: -ον, άνομος, παράνομος, άδικος, σε Ανθ.
Middle Liddell
δύσ-νομος, ον
lawless, unrighteous, Anth.