κηλήτειρα
English (LSJ)
ἡ,
A enchantress, glossed by ἡσυχάστρια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1431] ἡ, fem. zu κηλητής, Hesych. erkl. ἡσυχάστρια.
Greek (Liddell-Scott)
κηλήτειρα: ἡ, ἡ κηλοῦσα, μαγεύουσα, Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ ἡσυχάστρια.