ἡσυχάστρια
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
ἡ, she who soothes, Glossaria on εὐκηλήτειρα, Hsch., Suid., cf.EM59.35.
German (Pape)
[Seite 1178] ἡ, die Besänftigerinn, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἡσυχάστρια: ἡ, θηλ. τοῦ προηγ., μοναχή, «καλογραῖα», Ἐκκλ. 2) ἡ καθησυχάζουσα, Ἡσύχ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
ἡσυχάστρια, ἡ (Μ)
βλ. ησυχαστής.