φραδμοσύνη

Revision as of 10:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ἡ, poet. Noun,

   A shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃς h.Ap.99, Hes.Op.245, Th.626, etc.; dat. sg. φραδμοσύνῃ A.R.2.647; cf. φρασμοσύνη.

German (Pape)

[Seite 1302] ἡ, Verstand, Einsicht, Geschicklichkeit, List; H. h. Apoll. 99; Hes. öfter im plur.

Greek (Liddell-Scott)

φραδμοσύνη: ἡ, ποιητ ὄνομα εὐφυΐα, νόησις, δεξιότης, ἐν τῇ δοτ. πληθ., φραδμοσύνῃσιν Ὑμν Ὁμ εἰς Ἀπόλλ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 243, Θεογον. 626, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ φραδμοσύνῃ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 647. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φραδμοσύνη· σκέψις, βουλή, νόησις».