πανθυμαδόν

Revision as of 10:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

Adv.

   A most heartily, Od.18.33.

German (Pape)

[Seite 460] ganz, sehr erzürnt, mit ganzem Muthe, Od. 18, 33; – einmüthig, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

πανθῡμᾰδόν: Ἐπίρρ., παντὶ τῷ θυμῷ, «ἄγαν ὀργίλως» (Σχόλ.) Ὀδ. Σ. 33· σχηματιθὲν ὡς τὸ ὁμοθυμαδόν. ΙΙ. πάντες συμφώνως, Ἐκκλ.