οἰνόχρως
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ,
A wine-coloured, Thphr.HP9.13.4 ; τὴν -χροα τρίχα Sch.E.Or.115.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13. 4˙ οἰνόχροος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 240. 35˙ συνῃρ. -χρους, ουν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 115.