οἰνόχρως

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόχρως Medium diacritics: οἰνόχρως Low diacritics: οινόχρως Capitals: ΟΙΝΟΧΡΩΣ
Transliteration A: oinóchrōs Transliteration B: oinochrōs Transliteration C: oinochros Beta Code: oi)no/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, wine-coloured, Thphr. HP 9.13.4; τὴν -χροα τρίχα Sch.E.Or.115.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13. 4· οἰνόχροος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 240. 35· συνῃρ. -χρους, ουν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 115.

Greek Monolingual

οἰνόχρως, -ωτος, ὁ ἡ (Α)
βλ. οινόχρους.

German (Pape)

ωτος, weinfarbig, Theophr.