[Seite 452] Interjection, αἰβοῖ βοῖ Ar. Pax 1031, von höhnischem Lachen.
βοῖ: ὡς τὸ αἰβοῖ, ἐπιφώνημα δυσαρεσκείας ἢ περιφρονήσεως, οὔφ! Ἀριστοφ. Εἰρ. 1066.