ἐπιφώνημα
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
-ατος, τό,
A a witty saying, Plu.Alex.3.
2 Rhet., phrase added by way of ornament or as a finishing touch, Phld.Rh.1.173 S. (dub.), D.H.Rh.10.18, Demetr.Eloc.106, 109, Quint.8.5.11, Hermog. Inv.4.9, S.E.M.2.57.
3 Gramm., interjection, AB100, Hsch. s.v. κόγξ; σίττα· ἐ. αἰξίν, Id.
German (Pape)
[Seite 1002] τό, das Zurufen, Ausruf, bes. gelegentlicher Scherz, Einfall, ἐπιφ. ἐπιπεφώνηκεν Plut. Alex. 3. Bes. bei Rhett. der Zusatz, u. der Schluß der Rede, τὸ ἐν ἐπιλόγοις λεγόμενον D. Hal. rhet. 10, 18. Auch wie ἐπίφθεγμα, Interjection, B. A. 100.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
exclamation ; t. de gramm. interjection.
Étymologie: ἐπιφωνέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφώνημα: ατος τό
1 восклицание, возглас Plut.; грам. междометие;
2 рит. эпифонема, нравоучительное заключение, назидание.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφώνημα: τό, ἀστεῖος λόγος, Πλουτ. Ἀλέξ. 3. 2) ἐν τῇ Ρητορ., τελειωτικὴ πρότασις περιέχουσα τὸ συμπέρασμα ἢ τὴν ἠθικὴν ἐφαρμογήν, Διον. Ἁλ. Ρητορ. 10. 18, Δημήτρ. Φαλ. 106, 109, Κυντιλ. 8. 5, 11. 3) παρὰ Γραμμ. ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἡσύχ. ἐν λέξει κόγξ.
Greek Monolingual
το (AM ἐπιφώνημα) επιφωνώ
γραμμ. άκλιτες, μονοσύλλαβες κυρίως λέξεις που εκφράζουν συναισθήματα φόβου, θαυμασμού, χαράς, λύπης, έκπληξης κ.λπ. και αποτελούν ένα από τα δέκα μέρη του λόγου
μσν.
1. επιγραφή
2. (βυζ. μουσ.) σύντομη μελωδία που ψάλλεται στους ειρμούς μετά το τέλος τών ψαλλόμενων κρατημάτων
αρχ.
1. (ρητορ.) ζωηρή καταληκτική φράση που περιέχει το συμπέρασμα ή την ηθική εφαρμογή ή γίνεται απλώς για καλλωπισμό του λόγου
2. αστείος λόγος, φράση («Ἡγησίας ὁ Μάγνης ἐπιπεφώνηκεν ἐπιφώνημα κατασβέσαι τὴν πυρκαϊάν ἐκείνην ὑπὸ ψυχρίας δυνάμενον», Πλούτ.)
3. μουσ. επωδός.
Greek Monotonic
ἐπιφώνημα: -ατος, τό, ευφυές ρητό, πνευματώδης λόγος, σε Πλούτ.