βοῖ
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
German (Pape)
[Seite 452] Interjection, αἰβοῖ βοῖ Ar. Pax 1031, von höhnischem Lachen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοῖ interj. van afschuw bah!
Russian (Dvoretsky)
βοῖ: interj. - только в выраж. αἰβοῖβοι (см. αἰβοῖ).
Greek (Liddell-Scott)
βοῖ: ὡς τὸ αἰβοῖ, ἐπιφώνημα δυσαρεσκείας ἢ περιφρονήσεως, οὔφ! Ἀριστοφ. Εἰρ. 1066.
Greek Monotonic
βοῖ: όπως το αἰβοῖ, επιφών. αποστροφής, δυσαρέσκειας, περιφρόνησης, σε Αριστοφ.