ίδος, ἡ, (μύρον)
A box for unguents, Poll.7.177. II v. μυρρίς.
[Seite 220] ίδος, ἡ, Salbenbüchse, Poll. 7, 177, = μυρηρὰ λήκυθος.
μῠρίς: -ίδος, ἡ, (μύρον) μυροδόχον ἀγγεῖον, Πολυδ. Ζ΄, 177· πρβλ. μυρρίς.