μυρίς

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρίς Medium diacritics: μυρίς Low diacritics: μυρίς Capitals: ΜΥΡΙΣ
Transliteration A: myrís Transliteration B: myris Transliteration C: myris Beta Code: muri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, (μύρον)
A box for unguents, Poll.7.177.
II v. μυρρίς.

German (Pape)

[Seite 220] ίδος, ἡ, Salbenbüchse, Poll. 7, 177, = μυρηρὰ λήκυθος.

Greek (Liddell-Scott)

μῠρίς: -ίδος, ἡ, (μύρον) μυροδόχον ἀγγεῖον, Πολυδ. Ζ΄, 177· πρβλ. μυρρίς.

Greek Monolingual

μυρίς, ἡ (Α)
1. μυροδόχο αγγείο, μυροθήκη
2. μυρρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + επίθημα -ίς, -ίδος. Ο τ. σχηματίστηκε πιθ. από το μυρρίς (< μύρρα), κατ' επίδραση του μύρον.