ἐνιππ-φύρω, Ep. for ἐμφ-
[Seite 846] u. ä., = ἐντρέφω, p.
ἐνιφέρβομαι: ἐνιφύρω, Ἐπικ. ἀντὶ ἐμφέρβομαι, ἐμφύρω.