ἐμφέρβομαι

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφέρβομαι Medium diacritics: ἐμφέρβομαι Low diacritics: εμφέρβομαι Capitals: ΕΜΦΕΡΒΟΜΑΙ
Transliteration A: emphérbomai Transliteration B: empherbomai Transliteration C: emfervomai Beta Code: e)mfe/rbomai

English (LSJ)

poet. ἐνιφέρβομαι, Pass., feed in, σταθμοῖς Mosch.2.80.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, φέρβομαι, τρέφομαι ἔν τινι τόπῳ, καὶ γίγνετο ταῦρος οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται (ἔνι φέρβεται Ahrens) Μόσχ. 2. 80.

Greek Monolingual

ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α)
βόσκω μέσα σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, Παθ., νέμομαι, τρέφομαι σε ένα μέρος, με δοτ., σε Μόσχ.

Middle Liddell

poet. ἐνιφ-
Pass. to feed in a place, c. dat., Mosch.