ἐνιφέρβομαι
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
Ep. for ἐμφέρβομαι.
Spanish (DGE)
(ἐνῐφέρβομαι) apacentarse ταῦρος ... σταθμοῖς ἐνιφέρβεται Mosch.2.80.
German (Pape)
[Seite 846] u. ä., = ἐντρέφω, p.
French (Bailly abrégé)
paître ou se repaître dans.
Étymologie: ἐν, φέρβω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιφέρβομαι: ἐνιφύρω, Ἐπικ. ἀντὶ ἐμφέρβομαι, ἐμφύρω.
Greek Monolingual
ἐνιφέρβομαι (Α)
επικ. τ. του εμφέρβομαι.
Greek Monotonic
ἐνιφέρβομαι: Επικ. αντί ἐμ-φέρβομαι.