ἀκομιστία
English (LSJ)
Ep. ἀκομιστίη [ῑ], ἡ,
A lack of tending or care, Od.21.284, Them.Or.22.274a, Max.Tyr.34.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκομιστία: Ἐπ. -ίη [ῑ], ἡ, ἔλλειψις ἐπιμελείας ἢ περιποιήσεως, Ὀδ. Φ. 384, Θεμίστ.
Ep. ἀκομιστίη [ῑ], ἡ,
A lack of tending or care, Od.21.284, Them.Or.22.274a, Max.Tyr.34.2.
ἀκομιστία: Ἐπ. -ίη [ῑ], ἡ, ἔλλειψις ἐπιμελείας ἢ περιποιήσεως, Ὀδ. Φ. 384, Θεμίστ.