ἀκομιστία

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκομιστία Medium diacritics: ἀκομιστία Low diacritics: ακομιστία Capitals: ΑΚΟΜΙΣΤΙΑ
Transliteration A: akomistía Transliteration B: akomistia Transliteration C: akomistia Beta Code: a)komisti/a

English (LSJ)

Ep. ἀκομιστίη [ῑ], ἡ, lack of tending or care, Od.21.284, Them.Or.22.274a, Max.Tyr.34.2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ép. -ίη
1 falta de atenciones μοι ὄλεσσεν ἄλη τ' ἀ. τε Od.21.284, cf. Them.Or.22.274a.
2 plu. desaliño αἱ διὰ πένθη ἀκομιστίαι el desaliño producido por el dolor Max.Tyr.28.2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incurie, négligence.
Étymologie: , κομίζω.

German (Pape)

ἡ, Mangel an Pflege, Hom. einmal, Od. 21.284; Themist.

Russian (Dvoretsky)

ἀκομιστία: ион. ἀκομιστίη ἡ отсутствие ухода, беспризорность (ἄλη τ᾽ ἀ. τε Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκομιστία: Ἐπ. -ίη [ῑ], ἡ, ἔλλειψις ἐπιμελείας ἢ περιποιήσεως, Ὀδ. Φ. 384, Θεμίστ.

Greek Monolingual

ἀκομιστία, η (Α) ἀκόμιστος
έλλειψη φροντίδας ή περιποίησης.

Greek Monotonic

ἀκομιστία: Επικ. -ίη[ῑ], , έλλειψη επιμέλειας ή περιποίησης, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[from ἀκόμιστος
want of tending or care, Od.