θεραπευτός

Revision as of 10:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

όν,

   A that may be fostered or cultivated, Pl.Prt.325b.    2 curable, Paul.Aeg.4.5.

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπευτός: -όν, ὃν δύναται νὰ θεραπεύσῃ, νὰ καλλιεργήσῃ τις, διδακτοῦ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ (τοῦ πράγματος ὅπερ καλεῖται ἀρετὴ) Πλάτ. Πρωτ. 325B. 2) θεραπεύσιμος, πάθος Ἀριστ. Ι. Ζ. 10. 3, 18.