θεραπεύσιμος

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

German (Pape)

[Seite 1199] heilbar.

Greek (Liddell-Scott)

θεραπεύσιμος: -ον, δυνάμενος νὰ θεραπευθῇ, μεταγεν.

Greek Monolingual

-η, -ο θεραπεύω
αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο δεκτικός θεραπείας.