θεραπεύσιμος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

German (Pape)

[Seite 1199] heilbar.

Greek (Liddell-Scott)

θεραπεύσιμος: -ον, δυνάμενος νὰ θεραπευθῇ, μεταγεν.

Greek Monolingual

-η, -ο θεραπεύω
αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο δεκτικός θεραπείας.