θεραπεύσιμος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
θεραπεύσιμος: -ον, δυνάμενος νὰ θεραπευθῇ, μεταγεν.
-η, -ο θεραπεύω
αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο δεκτικός θεραπείας.