ἀντιτέμνω

Revision as of 10:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

   A cut against, i.e. as a remedy or antidote, φάρμακα . . ἀντιτεμὼν βροτοῖσι E.Alc.972 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτέμνω: μέλλ. ἀντιτεμῶ, τέμνω τι ἐναντίον τινός, οὐδ’ ὅσα Φοῖβος Ἀσκληπιάδαις ἔδωκε φάρμακα πολυπόνοις ἀντιτεμὼν βροτοῖσιν, τεμὼν βοτάνας ἐναντίον τῶν νόσων χάριν τῶν βροτῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 972: πρβλ. ἀντίτομος, ἐντέμνω.