δίοψις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a view through, Plu.2.915a; transparency, ib.408e: metaph., ἤθους Id.Comp.Dem.Cic.1. II metaph., consideration, Pl.Ti.40d codd. (δι' ὄψεως Procl.).
German (Pape)
[Seite 639] ἡ, das Durchsehen, Plut. prim. frigid. 9; die Anschauung, Plat. Tim. 40 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δίοψις: -εως, ἡ, θέα διὰ μέσου, Πλούτ. 2. 915Α, κτλ. ΙΙ. μεταφ., θεωρία, ἐξέτασις, Πλάτ. Τιμ. 40D· διαφάνεια, Πλούτ. 2. 408Ε.