δίοψις

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίοψις Medium diacritics: δίοψις Low diacritics: δίοψις Capitals: ΔΙΟΨΙΣ
Transliteration A: díopsis Transliteration B: diopsis Transliteration C: diopsis Beta Code: di/oyis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A a view through, seeing through, Plu.2.915a; transparency, perspicacy, vision, examination, ib.408e: metaph., ἤθους Id.Comp.Dem.Cic.1.
II metaph., consideration, Pl.Ti.40d codd. (δι' ὄψεως Procl.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 visibilidad, visión a través del agua del mar, Plu.2.915a, δ. τοῦ φωτός impedida por la niebla, Plu.2.948e, cf. Poll.2.58, Hsch.
fig. inspección, contemplación atenta τὸ λέγειν ἄνευ διόψεως ... μάταιος ἂν εἴη πόνος Pl.Ti.40d (cód.)
percepción τοῦ ἤθους ἐν τοῖς λόγοις ἐκατέρου Plu.Comp.Dem.Cic.1.
2 transparencia fig. τοῦ νοῦ δ. transparencia de sentido de una sentencia, Plu.2.408e, cf. Dam.in Phd.174.

German (Pape)

[Seite 639] ἡ, das Durchsehen, Plut. prim. frigid. 9; die Anschauung, Plat. Tim. 40 d u. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de voir à travers;
2 perspicacité.
Étymologie: διόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

δίοψις: εως ἡ
1 видение насквозь: τοῦ φωτὸς οὐ παρέχειν τῇ αἰσθήσει δίοψιν Plut. не пропускать света, быть непрозрачным;
2 проницательность (τοῦ νοῦ Plut.);
3 рассмотрение (τούτων Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

δίοψις: -εως, ἡ, θέα διὰ μέσου, Πλούτ. 2. 915Α, κτλ. ΙΙ. μεταφ., θεωρία, ἐξέτασις, Πλάτ. Τιμ. 40D· διαφάνεια, Πλούτ. 2. 408Ε.

Greek Monolingual

δίοψις, η (A) όψις
1. κοίταγμα μέσα από κάτι
2. διαύγεια, διαφάνεια
3. εξέταση, θεωρία, σκέψη.