ἦνις
German (Pape)
[Seite 1172] ιος, ἡ, immer mit βοῦς verbunden, Il. 6, 94. 275. 309. 10, 292 Od. 3, 382 Ap. Rh. 4, 174, ein Jahr alt, jährig (s. ἔνος), Scholl. ἐνιαύσιος, νέος.
Greek (Liddell-Scott)
ἦνῐς: ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ αἰτ. ἑνικ. καὶ πληθ.˙ γεν. ἤνιος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 174 (ἔνος): - ἑνὸς ἔτους ἡλικίας, βοῦς... ἤνῑς ἠκέστας Ἰλ. Ζ. 94, 275, 309·. βοῦν ἦνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην ἔνθα τὸ ι ὡσαύτως μηκύνεται Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 53.