ἐπιάλλομαι

Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

Ep. for ἐφάλλομαι, aor. 2 part.

   A ἐπιάλμενος Il.7.15, Od.24.320.

German (Pape)

[Seite 927] nur ἐπιάλμενος, als aor. II. zu ἐφάλλομαι (w. m. s.), Il. 7, 15 Od. 24, 320.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιάλλομαι: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐφάλλομαι, οὗ ὁ Ὅμηρος ἔχει μετοχ. ἀορ. β´ συγκεκομμένης ἐπιάλμενος, ἀντὶ ἐφαλόμενος, ἵππων ἐπιάλμενον ὠκειάων Ἰλ. Η. 15, Ὀδ. Ω. 320, Ησύχ.